- ἔρεψε
- ἐρέφωcover with a roofaor ind act 3rd sg (epic ionic)ἐρέπτομαιfeed onaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ῥέπωturn the scaleaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔρεψ' — ἔρεψι , ἔρεψις roofing fem voc sg ἔρεψα , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 1st sg (epic ionic) ἔρεψε , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρεψαι , ἐρέφω cover with a roof aor imperat mid 2nd sg ἔρεψαι , ἐρέπτομαι feed on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… … Dictionary of Greek
ρέβω — έρεψα, λιώνω, φθίνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Η αρρώστια τον έρεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)